μετρητικῶν

μετρητικῶν
μετρητικός
skilled in measuring
fem gen pl
μετρητικός
skilled in measuring
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εικονοαεροπλάνο — το ειδικό αεροπλάνο για τη λήψη μετρητικών αεροφωτογραφιών …   Dictionary of Greek

  • κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς …   Dictionary of Greek

  • μονοφωτογραμμετρία — η κλάδος τής αεροφωτογραμμετρίας ο οποίος ασχολείται κυρίως με την αεροφωτοαπόδοση τών μετρητικών αεροφωτογραφιών, μελετώντας τις χωριστα μία προς μία …   Dictionary of Greek

  • παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”